Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το Άγιο Πνεύμα

  • 1 πνεύμα

    πνεύμα το
    1) дух;
    2) Άγιο Πνεύμα το — Бог Святой Дух – третье Лицо Единосущной и Нераздельной Троицы
    Этим.
    < дргр. πνεύμα < πνέω «дышать». Первоначальное значение слова было «дыхание, ветер», но в лексиконе Священного Писания использовалось для обозначения как Святого Духа, так и злых духов. Оно связано по значению с еврейским словом ruah «дуновение, дыхание», которое в Септуагинте переведено как πνεύμα. Позже слово приобрело значение «умственные, мыслительные способности человека, позволяющие ему находиться в мире идей, воли и мысли, в его внутренем мире»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > πνεύμα

  • 2 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 3 άγιος

    άγιος, -ία, -ο (κ. άγιος, άγια, άγιο)
    1) святой, священный (о Боге и ангелах):

    το Άγιο Πνεύμα — Святой Дух,

    η Αγία Τριάδα — Святая Троица,

    η Αγία Οικογένεια — Святое Семейство;

    2) святой, священной (то, что связано с Богом и служением Ему):

    η Αγία Τράπεζα — Святой Престол,

    το Άγιο φως – а) фаворский, нетварный свет; б) благодатный огонь, нисходящий в Иерусалиме в храме Гроба Господня на Великую Субботу

    το άγιο μύρο / Ποτήριο — святое миро / Потир;

    ΦΡ.
    οι Άγιοι Τόποι — Святые места в Палестине и Иерусалиме, свидетельствующие о важнейших событиях жизни, страданиях и Воскресении Христа
    τα άγια χώματαсвятая земля (места, в которых жил Иисус Христос), (перен.) священная земля для какой-либо нации, родина
    η άγια νύχτα — святая ночь на Рождество Христово, название известной рождественской песни:

    τα παιδιά τραγουδούν την άγια νύχτα — дети поют «святую ночь»;

    3) ο святой (о человеке) – христианин, проживший жизнь во Христе («εν Χριστώ»), личность которого после смерти официально признается Церковью достойной почитания вследствие святой, праведной жизни, которая часто сопровождается чудотворениями (слово пишется с большой буквы, если предстоит имени):

    ο Άγιος Γεώργιος / Δημήτριος — Святой Георгий / Димитрий;

    ΦΡ.
    κάνω (κάποιον) άγιο — сильно умолять кого-то;
    4) церковь, которая освящена в честь какого-то святого:

    η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη — святая София в Константинополе;

    район, который называется по имени храма, расположенного в нем:

    πήρε το λεωφορείο για την αγία Βαρβάρα — он сел на автобус, едущий в «святую Варвару»;

    5) местночтимый святой, заступник и покровитель:
    епископа или митрополита своей епархии:
    Этим.
    < дргр. άγιος < инд. yag – «почитать, уважать», сравните с санскр. yaj – ati «почитать». Это слово в древнегреческом обозначало места и предметы, вызывающие уважение и благочестивый страх. В Ветхом Завете это прилагательное использовалось Семьюдесятью переводчиками для описания Бога, ангелов и всего Израильского народа. В Новом Завете «святыми» называются все верующие как очищенные от «скверны языческой». Значение «христианин, прославленный Церковью святым» относится к 10 веку по Р.Х.*

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > άγιος

  • 4 είδος

    είδος το
    1) вид, форма, образ;
    ΦΡ.
    εν είδει — в форме, в виде, наподобие:

    το Άγιο Πνεύμα εμφανίστηκε εν είδει περιστεράς κατά την βάπτιση του Χριστού — Святой Дух явился в виде голубя во время Крещения Христа;

    2) вещество (вино и хлеб), использующееся для совершения Божественной Евхаристии
    Этим.
    дргр. первоначальное значение «форма» < инд. weid «знать, видеть», сравните с санскр. vedas «приобретение», слав. вид, ведать «знать»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > είδος

  • 5 εκπορεύομαι

    εκπορεύομαι ρ. αμετβ.
    происходить, брать начало, быть источником, исходить:
    Этим.
    < εκπορεύομαι, первоначальное значение «выходить, отдаляться», см. πέμπω

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εκπορεύομαι

  • 6 υπόσταση

    υπόσταση η
    ипостась:

    οι τρεις υποστάσεις της θεότητας, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα — три ипостаси Божества, Отец, Сын и Святой Дух

    Этим.
    < υπόστασις < дргр. υφίσταμαι < υφίστημι «принимать за основание, служить основой»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > υπόσταση

  • 7 святой

    επ., βρ: свят, свята, свято.
    1. άγιος•

    Святой Дух το Αγιο Πνεύμα•

    Святая Троица η Αγία Τριάδα•

    святые места οι άγιοι τόποι•

    святая вода άγιασμα, αγιόνερο, -έρι•

    святая неделя η Μεγάλη Εβδομάδα, το Μεγαλοβδόμαδο•

    святая святых α) το απόκρυφο, το απρόσιτο, β) τα άγια των αγίων, το αγιότατο (το πολυτιμότατο).

    2. ουσ. το ιερό•

    для него нет ничего -ого αυτός δεν έχει (επάνω του) τίποτε το ιερό και όσιο (είναι πάντα έτοιμος για κάθε προστυχιά)•

    жития -ых οι βίοι των αγίων.

    || ουσ. ο άγιος• святой ο άγιος, του οποίου η μνήμη τιμάται ή γιορτάζεται•

    день всех -ых η μέρα των Αγίων πάντων•

    клясться всеми -ыми ορκίζομαιστους Αγιους Πάντες.

    || ουσ. -ые παλ. οι εικόνες αγίων.
    3. βλ. праведный. || αγαθός, αγνός. || μτφ. αναμάρτητος•

    он чист и свят αυτός είναι καθαρός (αγνός) και άγιος.

    4. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος•

    -ая моя родина φίλατατή μου πατρίδα.

    5. ύψιστος•

    святой долг ιερό καθήκο.

    εκφρ.
    святой отец – πάτερ•
    - ая -ых – α) μυστικό μέρος, β) βλ. 4 σημ.• как Бог свят (απλ.) οπωσδήποτε, σίγουρα•
    хоть -ых (вон) неси (выноси)παλ. μακριά απ εδώ,να μη τον βλέπουν τα μάτια μου (συχαμερότατος).

    Большой русско-греческий словарь > святой

См. также в других словарях:

  • Άγιο Πνεύμα — I Το όνομα του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η αΐδιος εκπόρευση του Α.Π. γίνεται από τον Πατέρα «ως μόνης πηγής και αιτίας», ενώ η «εν χρόνω αποστολή του στην Εκκλησία» γίνεται «από του Πατρός δι’ Υιού». Τούτο δεν …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… …   Dictionary of Greek

  • ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστιανοί — οι εκκλ. προτεσταντική αίρεση την οποία ίδρυσε το 1907 ο Αμβρόσιος Τόμπλισον στο Κλήβελαντ τής πολιτείας Οχάιο τών ΗΠΑ και τής οποίας οι οπαδοί ονομάστηκαν έτσι από την Πεντηκοστή, δηλ. την ημέρα κατά την οποία κατήλθε το Άγιο Πνεύμα στους… …   Dictionary of Greek

  • σαβελλιανισμός — ο, Ν θρησκειολ. αιρετική διδασκαλία τού Σαβελλίου, αιρετικού από την Πεντάπολη τής Λιβύης που έζησε κατά τον 3ο μ. Χ. αιώνα, κατά την οποία τα τρία πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας είναι απλά ονόματα, δεν έχουν αναφορά στην ουσία τού Θεού, ότι, δηλαδή,… …   Dictionary of Greek

  • πνευματομάχοι — Αιρετικοί που προέρχονταν από την αρειανική αίρεση και αρνούνταν τη θεότητα του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του Αγίου Πνεύματος. Π. κυρίως, ονομάστηκαν οι οπαδοί του Μακεδόνιου, του αρχιεπισκόπουΚωνσταντινουπόλεως, ο οποίος δίδασκε ότι το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»